καταβάλλω

καταβάλλω
(AM καταβάλλω)
1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω
2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές
νεοελλ.
1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ
2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» — κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ
β. «καταβάλλω προσπάθειες» — προσπαθώ, φροντίζω
νεοελλ.-μσν.
νικώ, υπερνικώ
μσν.
1. παραδίδω
2. κατεβάζω χαμηλά
3. παραμερίζω, παραγκωνίζω
4. κατηγορώ, διαβάλλω
5. μέσ. καταβάλλομαι
ταπεινώνομαι
6. φρ. «καταβάλλω κάποιον εἰς ὀργήν» — εξοργίζω, εξερεθίζω κάποιον
μσν.-αρχ.
εξευτελίζω, ταπεινώνω
αρχ.
1. (σχετικά με οικήματα) γκρεμίζω
2. αφήνω κάτι να πέσει
3. (σχετικά με έμψυχα) ρίχνω καταγής με όπλο, σκοτώνω
4. (και παθ.) καταβάλλομαι (σχετικά με νόσο) πλήττομαι
5. θυσιάζω
6. φέρνω ή οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση απότομα ή ξαφνικά
7. εγκλείω, φυλακίζω
8. απορρίπτω
9. μτφ. λησμονώ
10. πλαγιάζω, κατακλίνομαι
11. κατεβάζω, χαμηλώνω
12. (σχετικά με τα πρώτα γένια) βγάζω
13. (για πολιτικούς) εγκαταλείπω χρηματική απαίτηση
14. τοποθετώ, θέτω, βάζω
15. βάζω σε αποθήκη, αποθηκεύω, επισωρεύω
16. αποφέρω, παρέχω πρόσοδο
17. πληρώνω πρόστιμο
18. μέσ. (για έγγραφα και μαρτυρίες) καταγράφομαι, κατατίθεμαι
19. ρίχνω σπόρο, σπέρνω
20. (σχετικά με λόγια ή φήμες) διαδίδω, εξαπλώνω, διασπείρω
21. μέσ. θέτω την αρχή, τη βάση, θεμελιώνω
22. μέσ. ιδρύω κάτι, γίνομαι η βάση για κάτι
23. (σε γάμο) αρχίζω ωδή, άσμα
24. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καταβεβλημένος, -η, -ον
θεμελιώδης, βάσιμος (α. «αἱ καταβεβλημέναι μαθήσεις» β. «τα καταβεβλημένα παιδεύματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βάλλω. Το ρ., που σημαίνει «ρίχνω κάτω», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ενέργειες που εμπεριέχουν την αρχική αυτή σημ. κυριολεκτικά, όπως «σπείρω», ή μεταφορικά, όπως «καταθέτω» (πρόστιμο). Το ρίξιμο τού αντιπάλου καταγής οδήγησε στη γενίκευση τής σημ. σε «κατανικώ» και, στη μεσοπαθητική φωνή, σε «εξασθενώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταβάλλω — throw down pres subj act 1st sg καταβάλλω throw down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλω — καταβάλλω, κατέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταβάλλω — κατέβαλα, καταβλήθηκα, καταβεβλημένος 1. βάλλω κάτω κάποιον, τον ρίχνω κάτω: Κατέβαλε τον αντίπαλό του στην πυγμαχία. 2. νικώ, υπερνικώ, υπερισχύω: Η Ρώμη κατέβαλε τελικά την Καρχηδόνα. 3. πληρώνω: Κατέβαλα την πρώτη δόση του φόρου. 4. η μτχ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβάλῃ — καταβάλλω throw down aor subj mp 2nd sg καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj mid 2nd sg (doric) καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαταβάλλω — [καταβάλλω] καταβάλλω εκ νέου ή κατ επανάληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταβάλλω] …   Dictionary of Greek

  • καταβαλοῦσι — καταβάλλω throw down aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταβάλλω throw down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταβάλλω throw down fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαλοῦσιν — καταβάλλω throw down aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταβάλλω throw down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταβάλλω throw down fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβεβλημένα — καταβάλλω throw down perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) καταβεβλημένᾱ , καταβάλλω throw down perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) καταβεβλημένᾱ , καταβάλλω throw down perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλετε — καταβάλλω throw down aor imperat act 2nd pl καταβά̱λετε , καταβάλλω throw down aor subj act 2nd pl (epic doric) καταβάλλω throw down aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλεσθε — καταβάλλω throw down pres imperat mp 2nd pl καταβάλλω throw down pres ind mp 2nd pl καταβάλλω throw down imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”